- ἀωτεῖτε
- ἀωτέωsleeppres imperat act 2nd pl (attic epic)ἀωτέωsleeppres opt act 2nd plἀωτέωsleeppres ind act 2nd pl (attic epic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αωτώ — ἀωτῶ ( έω) (Α) κοιμάμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. Εάν η σημασία «κοιμάμαι» του ρ. θεωρηθεί αυθεντική, τότε το αωτώ συνδέεται πιθ. με το άωρος (III), παρόλο που ο σχηματισμός παραμένει ασαφής. Εάν όμως γίνει αποδεκτή η ερμηνεία του Ησύχιου αωτείτε γλυκύν ύπνον… … Dictionary of Greek